Ἡλιόδωρος

ἡλιοειδής

ἡλιοθερέω-ῶ
ἡλιο·ειδής, ής, ές, semblable au soleil, Plat. Rsp. 508b et e; Gal. 4, 362 ||
Sup. -έστατος, Plat. Rsp. 508b.
Étym. ἥ. εἶδος.