ἡλιοκάνθαρος

ἡλιόκαυστος

ἡλιόκτυπος
*ἡλιό·καυστος, dor. ἁλιό·καυστος, ος, ον [] c. ἡλιοκαής, Thcr. Idyl. 10, 27.