ἡλιόφρων

ἡλιοφυής

ἡλιόφυτον
ἡλιο·φυής, ής, ές, qui croît au soleil : τὸ ἡλιοφυές, Diosc. 4, 13, souci, fleur.
Étym. ἥ. φύω.