ἡμεροδρομέω-ῶ

ἡμεροδρόμος

ἡμεροειδής
ἡμερο·δρόμος, ος, ον, qui court le jour : ὁ ἡ. courrier, Hdt. 6, 105 ; 9, 12 ; Plat. Prot. 335e.
Étym. ἡμέρα, δραμεῖν.