ἡμεροκοίτης

ἡμερόκοιτος

ἡμερολεγδόν
ἡμερό·κοιτος, ος, ον :
1 qui dort pendant le jour, Hés. O. 603 ||
2 ὁ ἡμ. Opp. H. 2, 408, c. ἡμεροκοίτης ||
E Dor. ἁμερ- [] Eur. Cycl. 58.
Étym. ἡμέρα, κοίτη.