ἡμεροθαλής

ἡμεροθηρική

ἡμεροκαλλές
ἡμερο·θηρική, ῆς () (s. e. τέχνη) l’art de chasser les animaux non sauvages, Plat. Soph. 222c.
Étym. ἥμερος, θήρα.