ἡμιαμφόριον

ἡμίανδρος

ἡμιάνθρωπος
ἡμί·ανδρος, ου () à moitié homme, eunuque, Hippon. fr. 114 ; Luc. D. deor. 2, 3, 1.
Étym. ἡμι-, ἀνήρ.