ἡμιασσάριον

ἡμιαστραγάλιον

ἡμιϐάρϐαρος
ἡμι·αστραγάλιον, ου (τὸ) [ῐᾰᾰ] demi-astragale ou osselet, Arstt. H.A. 2, 1, 33.
Étym. ἡμι-, ἀστράγαλος.