ἡμιϐάρϐαρος

ἡμιϐαφής

ἡμίϐιος
ἡμι·ϐαφής, ής, ές [ῐᾰ] à demi trempé, Nonn. D. 1, 358.
Étym. ἡμι-, βάπτω.