ἡμίϐραχυς

ἡμιϐρεχής

ἡμίϐροτος
ἡμι·ϐρεχής, ής, ές, à moitié mouillé ou arrosé, Th. C.P. 3, 23, 1 ; Anth. 11, 413.
Étym. ἡμι-, βρέχω.