ἡμίδελτα

ἡμιδιπλοΐδιον

ἡμιδουλεία
ἡμι·διπλοΐδιον, att. ἡμι·διπλοίδιον, ου (τὸ) [μῐ] demi-manteau de femme, Ar. Eccl. 318.
Étym. ἡμι-, διπλοΐς.