ἡμιέλλην

ἡμιέργαστος

ἡμιεργής
ἡμι·έργαστος, ος, ον, à demi travaillé (bois) Gal. Hipp. et Plat. 1, p. 527 éd. W. Müller.
Étym. ἡμι-, ἐργάζομαι.