ἡμίγραφος

ἡμίγυμνος

ἡμιγύναιξ
ἡμί·γυμνος, ος, ον [] à moitié nu, Luc. D. mar. 14, 3 ; Arr. Ind. 24, 8.
Étym. ἡμι-, γυμνός.