ἡμιϊουδαῖος

ἡμικάδιον

ἡμίκακος
ἡμι·κάδιον, ου (τὸ) [ῐᾰ] demi-muid, Philoch. 155a (Poll. 10, 71).
Étym. ἡμι-, κάδος.