ἡμίκλαστος

ἡμικλήριον

ἡμικόγγιον
ἡμι·κλήριον, ου (τὸ) demi-héritage, Is. 64, 2 ; Dém. 1173, 6 ; pléon. τοῦ κλήρου τὸ ἡμ. Is. 86, 18, la moitié de l’héritage.
Étym. ἡμι-, κλῆρος.