ἡμιλάσταυρος

ἡμιλέπιστος

ἡμίλεπτος
ἡμι·λέπιστος, ος, ον [μῐ] à moitié pelé, Str. 17, 1, 34 Kram.
Étym. ἡμι-, λεπίζω.