ἡμίθνητος

ἡμίθραυστος

ἡμιθωράκιον
ἡμί·θραυστος, ος, ον, à moitié brisé, Eur. H.f. 1096 ; Lyc. 378 ; Anth. 9, 568.
Étym. ἡμι-, θραύω.