ὡριαίνομαι

ὡριαῖος

ὡριάς
ὡριαῖος, α, ον, qui dure une heure, Sext. M. 563 ; Ptol. 1, 11, 1 ; 1, 14, 10 ; 1, 23, 1 ; subst. τὰ ὡριαῖα, Ptol. 1, 15, 5 ; 1, 17, 2, les heures.
Étym. ὥρα.