ὠρόμην

ὡρονομεῖον

ὡρονομεύω
ὡρονομεῖον, ου (τὸ) appareil pour le partage des heures, horloge, A. Aphr. Probl. 1, 95 ; Hld. 9, 22.
Étym. ὡρονόμος.