Ὧρος

ὡροσκοπεῖον

ὡροσκοπέω-ῶ
ὡροσκοπεῖον, ου (τὸ)
1 horloge, Str. 119 ||
2 horoscope, Sext. M. 5, 68.
Étym. ὡροσκοπέω.