ἰαμϐοειδής

ἰαμϐόκροτος

ἰαμϐοποιέω-ῶ
ἰαμϐό·κροτος, ος, ον, au rythme ïambique, Rhét. 1, 443 W.
Étym. ἰ. κρότος.