ἰαμϐοποιέω-ῶ

ἰαμϐοποιός

ἴαμϐος
ἰαμϐο·ποιός, οῦ () poète ïambique, Arstt. Poet. 9 ; Ath. 359e.
Étym. ἰ. ποιέω.