ἰατρεύματα

ἰάτρευσις

ἰατρεύω
ἰάτρευσις, εως () [ῑᾱ] action de soigner, de guérir, Plat. Rsp. 357a; Arstt. Phys. 2, 1, 12, etc.
Étym. ἰατρεύω.