ἰχθυϐολεύς

ἰχθυϐολέω-ῶ

ἰχθυϐόλος
ἰχθυϐολέω-ῶ [] pêcher en harponnant le poisson, Anth. 7, 381, 635.
Étym. ἰχθυϐόλος.