ἰχθυοειδής

ἰχθυόεις

ἰχθυοθηρευτής
ἰχθυόεις, όεσσα, όεν :
1 abondant en poissons, poissonneux, Il. 9, 4, etc. ; Od. 3, 177 ; Ar. Th. 324 ||
2 qui recueille du poisson, Opp. H. 1, 666 ; Anth. 6, 223.
Étym. ἰχθύς.