ἰχθυόθηρον

ἰχθυόκολλα

ἰχθυολογέω-ῶ
ἰχθυό·κολλα, ης () colle de poisson, Diosc. 3, 102 ; Gal. 13, 738.
Étym. ἰ. κόλλα.