ἰχθυοπώλαινα

ἰχθυοπώλης

ἰχθυοπωλία
ἰχθυο·πώλης, ου () marchand de poisson, An. fr. 344, 10 ; Amph. (Ath. 224f); Plut. M. 668d.
Étym. ἰ. πωλέω.