ἰχθυοφόρος

ἰχθυπαγής

ἰχθύς
ἰχθυ·παγής, ής, ές [ῠᾰ] qui fixe solidement (c. à d. qui harponne) le poisson, Anth. 6, 27.
Étym. ἰ. πήγνυμι.