Ἰχθύς

ἰχθυσιληϊστήρ

ἰχθυφάγος
ἰχθυσι·ληϊστήρ, ῆρος () [ῠῐλ] destructeur de poissons, Anth. 7, 295 (ἰχθυο- vulg.).
Étym. ἰ. ληΐζομαι.