ἰχθυφόνος

ἰχθυώδης

ἰχθυωδῶς
ἰχθυώδης, ης, ες :
1 semblable aux poissons, Arstt. P.A. 4, 13, 29 ||
2 abondant en poissons, poissonneux, Hdt. 7, 109.
Étym. ἰ. -ωδης.