ἰχώρ

ἰχωροειδής

ἰχωρορροέω-οῶ
ἰχωρο·ειδής, ής, ές [] purulent, Hpc. (Gal.) ; Arstt. H.A. 3, 19, 8.
Étym. ἰχώρ, εἶδος.