Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἰχωρροέω-οῶ
ἰχωρώδης
ἴψ
ἰχωρώδης,
ης, ες
[
ῑ
]
c.
ἰχωροειδής,
Hpc.
494, 3 ;
Arstt.
H.A.
7, 7, 3
.
Étym.
ἰχώρ,
-ωδης
.