ἰδιογενής

ἰδιόγλωσσος

ἰδιογνωμονέω-ῶ
ἰδιό·γλωσσος, ος, ον [ῐδ] qui parle une langue particulière, Str. 226.
Étym. ἴδ. γλῶσσα.