ἰδιοπάθεια

ἰδιοπαθής

ἰδιοπαθῶς
ἰδιο·παθής, ής, ές [ῐδᾰ] qui souffre ou éprouve qqe ch. par soi-même, Gal.
Étym. ἴδ. πάθος.