ἰδιόστολος

ἰδιοσυγκρασία

ἰδιοσύγκρασις
ἰδιοσυγκρασία, ας () [ῐδᾱσ] tempérament particulier, Ptol. Tetr. p. 6, 1, 14, 24 ; 42, 6.
Étym. ἴδ. συγκεράννυμι.