ἰδιοτρόφος

ἰδιότροφος

ἰδιότυπος
ἰδιό·τροφος, ος, ον [ῐδ] qui se nourrit d’une manière particulière, Arstt. H.A. 1, 1, 26.
Étym. ἴδ. τρέφω.