ἰδιοτροπία

ἰδιότροπος

ἰδιοτρόπως
ἰδιό·τροπος, ος, ον [ῐδ] qui a une façon d’être particulière, un caractère propre, DS. 3, 34 ; 5, 10 ; Str. 823.
Étym. ἴδ. τρόπος.