ἰδιοξενία

ἰδιόξενος

ἰδιοπάθεια
ἰδιό·ξενος, ος, ον [ῐδ] hôte privé, p. opp. à πρόξενος, DH. 1, 84 ; DS. 13, 5 ; Luc. Phal. 2.
Étym. ἴδ. ξένος.