ἱδρωτοποιΐα

ἰδρωτοποιός

ἱδρώω
ἰδρωτο·ποιός, ός, όν, qui fait suer, sudorifique, Arstt. Probl. 2 fin ; Diosc. 3, 79.
Étym. ἱδρώς, ποιέω.