Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἰκτερώδης
ἴκτηρ
ἱκτήρ
ἴκτηρ,
ερος
(
ὁ
)
seul. acc.
ἴκτερα,
c.
ἴκτερος,
Spt.
Lev.
26, 16
.