ἰλύσπασις

ἰλυσπαστικός

ἰλυώδης
ἰλυσπαστικός, ή, όν [ῑλ] qui se déroule en anneaux, Arstt. H.A. 1, 1, 20.
Étym. ἰλυσπάομαι.