ἰοϐόρος

ἰοϐόστρυχος

ἰογλέφαρος
ἰο·ϐόστρυχος, ος, ον [] aux boucles de cheveux aux reflets violets, Pd. O. 6, 50 ; I. 7, 33.
Étym. ἴον, βόστρυχος.