ἰοδνεφής

ἰοδόκη

ἰοδόκος
ἰο·δόκη, ης () [] carquois, A. Rh. 2, 679 ; 3, 156, 279 ; Anth. 6, 296 (ἰός 1, δέχομαι, cf. le suiv.).