ἰσαίομαι

ἰσαῖος

Ἰσαῖος
ἰσαῖος, α, ον [] c. ἶσος, Nic. Th. 360 ; ἡ ἰσαία (s. e. μοῖρα) Call. Jov. 63 ; Philstr. 567, l’égalité.