ἴσα

ἰσάγγελος

Ἰσαγόρας
ἰσ·άγγελος, ος, ον [] égal aux anges, NT. Luc. 20, 36 ; Clém. 1, 293 Migne ; 2, 328 Migne.
Étym. ἴσος, ἄγγελος.