Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἰσχνολέσχης
ἰσχνοπάρειος
ἰσχνοποιέω-ῶ
ἰσχνο·πάρειος,
ος, ον
[
ᾰ
] aux joues maigres,
Anth.
App.
336
.
Étym.
ἰσχνός, παρειά
.