ἰσχυρογνωμοσύνη

ἰσχυρογνώμων

ἰσχυροποιέω-ῶ
ἰσχυρο·γνώμων, ων, ον, gén. ονος [] d’esprit ou de caractère ferme, Arstt. Nic. 7, 10 ; DL. 2, 24.
Étym. ἰσχυρός, γνώμη.