ἰσχυρότης

ἰσχυρόφρων

ἰσχυρόφωνος
ἰσχυρό·φρων, gén. ονος (ὁ, ἡ) [] à l’esprit ou au cœur ferme, DC. Exc. p. 540 Mai.
Étym. ἰ. φρήν.