ἰσχυρόφωνος

ἰσχυρόω-ῶ

ἰσχυρῶς
ἰσχυρόω-ῶ (ao. ἰσχύρωσα) [] fortifier, affermir, consolider, Jos. A.J. 13, 1, 3 ; Spt. Esaï. 41, 7.
Étym. ἰσχυρός.