ἰσοχρονέω-ῶ

ἰσοχρόνιος

ἰσοχρονίως
ἰσοχρόνιος, ος, ον [Ῡσ] égal en durée, Cléom. 78, 18 ; Ptol. Tetr. 36.
Étym. ἰσόχρονος.